- γενεσιακός
- γενεσιακός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεσιακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιακός — ή, ό (AM γενεσιακός, ή, όν) [γένεσις] 1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία τού κόσμου («γενεσιακές θεωρίες») 2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση τής ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας») αρχ. ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο… … Dictionary of Greek
γενεσιακῆς — γενεσιακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιακῇ — γενεσιακός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιακήν — γενεσιακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)