γενεσιακός

γενεσιακός
γενεσιακός, ή, όν,
A = γενεθλ-, ἡμέρα Vett.Val.19.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γενεσιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακός — ή, ό (AM γενεσιακός, ή, όν) [γένεσις] 1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία τού κόσμου («γενεσιακές θεωρίες») 2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση τής ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας») αρχ. ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο… …   Dictionary of Greek

  • γενεσιακῆς — γενεσιακός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακῇ — γενεσιακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακήν — γενεσιακός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”